- υποδεικνύω
- ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ [δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω]δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος τού υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῑν φυγεῑν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς», ΚΔγ. «ὑπέδειξεν αὐτοῑς οἵους εἶναι χρή...», Ισοκρ.)νεοελλ.1. προτείνω, εισηγούμαι κάτι («οι ενδιαφερόμενοι υπέδειξαν αυτή την λύση»)2. πληροφορώ κάποιον για κάτι, καθοδηγώ κάποιον («τού υπέδειξα ποια πορεία να ακολουθήσει»)3. δείχνω, σημειώνω το σημείο στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι («ο γεωλόγος υπέδειξε το μέρος στο οποίο έπρεπε να γίνει η γεώτρηση»)μσν.-αρχ.δείχνω, φανερώνω τη θέληση μου με κάποιον τρόπο («οἱ θεοὶ οὕτως ὑποδεικνύουσι», Ξεν.)αρχ.1. δείχνω κάτι χαράζοντας, σημειώνοντας («κατέτεινε σχοινοτενέας διώρυχας...», Ηρόδ.)2. προβάλλω ως υπόδειγμα, θέτω ως πρότυπο («τοῡ διδασκάλου πονηρῶς τι ὑποδεικνύοντος», Ξεν.)3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («αὐτοὶ ἂν φαινοίμεθα ἐχθίονα ἢ ὁ μὴ ὑποδείξας ἀρετὴν κατακτώμενοι», Θουκ.)4. παριστάνομαι («ἀεὶ τὸν ὑποδείξαντα ποτὲ μὲν ὑπὸ τῆς... ἀρχῆς ἐπισκοτεῑσθαι», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.